- αμετακόμιστος
- -η, -ο [μετακομίζω]αυτός που δεν μετακομίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακομιστεί, να μεταφερθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμετακόμιστος — η, ο 1. αυτός που δε μετακομίστηκε: Τα πράγματά μας είναι ακόμη αμετακόμιστα. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακομιστεί: Αυτός ο μπουφές είναι αμετακόμιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετάφερτος — η, ο [μεταφέρω] αυτός που δεν μεταφέρθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφερθεί, ο αμετακόμιστος … Dictionary of Greek
αμεταφόρητος — η, ο (Α ἀμεταφόρητος, ον) [μεταφορῶ] αμετάφερτος, αμετακόμιστος … Dictionary of Greek
ακουβάλητος — ακουβάλητος, η, ο και ακουβάλιστος, η, ο 1. εκείνος που δεν κουβαλήθηκε: Το σιτάρι βρισκόταν ακόμη στο αλώνι ακουβάλητο. 2. εκείνος που δεν μπορεί να κουβαληθεί, αμετακόμιστος: Οι πέτρες αυτές είναι ακουβάλητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)